- σκηνοφύλαξ
- σκηνοφύλαξguard of tentsmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκηνοφυλάκων — σκηνοφύλαξ guard of tents masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοφύλακας — σκηνοφύλαξ guard of tents masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοφύλακας — ο, η, / σκηνοφύλαξ, ακος, ΝΑ φύλακας, φρουρός σκηνής νεοελλ. στρ. οπλίτης στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη τών σκηνών σε καταυλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + φύλαξ] … Dictionary of Greek